Τα blinds στο NL Hold’em είναι αδιαμφισβήτητα το δυσκολότερο σημείο του τραπεζιού από το οποίο καλείται ένας παίχτης να συμμετάσχει σε μία παρτίδα. Όταν παίζουμε από τα blinds βρισκόμαστε πάντοτε σε μειονεκτική θέση αφού πρέπει να δρούμε πρώτοι σε κάθε street και όλοι οι αντίπαλοι στο τραπέζι έχουν το πλεονέκτημα της θέσης απέναντί μας.
Είναι λοιπόν σωστό να προσπαθούμε να υπερασπιζόμαστε τα blinds μας σε κάθε δυνατή ευκαιρία;
Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που κάνουν οι καινούριοι παίχτες είναι να υπερασπίζονται κατά κόρον τα blinds τους διότι θεωρούν πως ο παίχτης που κάνει raise από τελευταίες θέσεις προσπαθεί να τους «τα κλέψει». Η αλήθεια εδώ είναι μισή. Ασφαλώς και ο παίχτης που ανοίγει το ποντάρισμα ενδέχεται να προσπαθεί να κλέψει τα blinds. Αυτό που σίγουρα όμως δεν προσπαθεί να κάνει είναι να κλέψει τα δικά σας χρήματα. Από την στιγμή που ένας παίχτης έχει ποστάρει τα blinds, τα χρήματα αυτά πλέον δεν του ανήκουν. Δεν είναι παρά ένα μέρος ενός συλλογικού ποτ το οποίο ο καθένας στο τραπέζι έχει δικαίωμα να διεκδικήσει. Η επιλογή του αν θα υπερασπιστούμε λοιπόν ή όχι τα blinds μας δεν πρέπει να έχει να κάνει με το γεγονός πως κάποιος διεκδικεί τα δικά μας χρήματα αλλά με άλλους παράγοντες όπως τα pot odds και τις συνήθειες του αντιπάλου. Επαναλαμβάνω – από την στιγμή που έχουμε ποστάρει τα blinds, τα χρήματα αυτά δεν μας ανήκουν πλέον. Συνεπώς το αν θα συνεχίσουμε στην παρτίδα απαγορεύεται να επηρεάζεται από τον προσωπικό μας εγωισμό (όχι πως σε άλλες περιπτώσεις επιτρέπεται δηλαδή, αλλά ένα παραπάνω).
Παίζοντας από τα blinds – ιδιαίτερα απέναντι σε έναν παίχτη – ουσιαστικά παραχωρούμε οικιοθελώς το πλεονέκτημα της θέσης στον αντίπαλό μας για την υπόλοιπη παρτίδα. Το γεγονός αυτό τις περισσότερες φορές θα μας φέρει απέναντι σε πολύ δύσκολες αποφάσεις, ιδιαίτερα απέναντι σε σκεπτόμενους, επιθετικούς παίχτες. Πολλές φορές ένας επιθετικός παίχτης ανοίγει το ποντάρισμα από τελευταίες θέσεις και εμείς έχουμε 6-7 suited.
Η σκέψη που περνά από το μυαλό μας είναι πως πρέπει να κάνουμε call γιατί αν πιάσουμε ένα καλό flop μπορεί και να μπαστάρουμε τον αντίπαλό μας. Η αλήθεια όμως βρίσκεται μίλια μακριά. Το πρόβλημα είναι πως σπάνια θα πιάσουμε ένα πολύ καλό flop ενώ ταυτόχρονα ο αντίπαλος ακόμη πιο σπάνια θα έχει χέρι δυνατό αρκετά ώστε να τον μπαστάρουμε σε αυτήν την περίπτωση. Όταν το range ενός παίχτη που κάνει το αρχικό raise από τελευταίες θέσεις είναι τεράστιο ενώ παράλληλα εκείνος είναι σκεπτόμενος και κάνει λίγα λάθη μετά το flop, η υπεράσπιση των blinds με suited connectors ή small pairs γίνεται πολύ λιγότερο κερδοφόρα δεδομένου ότι ακόμα και αν χτυπήσουμε δυνατά το φύλλο μας κανείς δεν μας εγγυάται πως ο αντίπαλος θα μας δώσει όλη του τη στάκα.
Όσο παράξενο και αν φαίνεται, βάσει των παραπάνω είναι απείρως καλύτερο να υπερασπιζόμαστε τα blinds μας με speculative hands απέναντι σε πολύ σφιχτούς αρχικούς openers. Αν γνωρίζουμε πως το range του αντιπάλου μας είναι πολύ μικρό και περιλαμβάνει μόνο τα πολύ ισχυρά αρχικά φύλλα τότε μπορούμε χωρίς ενδοιασμό να υπερασπιστούμε διότι πλέον οι πιθανότητες να κερδίσουμε ένα μεγάλο ποτ αν χτυπήσουμε είναι αυξημένες.
Μεγαλύτερη σημασία σε αυτές τις περιπτώσεις έχει το πόσα χρήματα μπορούμε να κερδίσουμε στη συνέχεια της παρτίδας παρά το πόσο πίσω βρισκόμαστε σαν πιθανότητες πριν το flop – μην ξεχνάτε, το παιχνίδι έχει και implied odds.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως πρέπει να πασάρουμε κάθε φορά που έχουμε ένα μέτριο φύλλο στα blinds. Υπάρχουν κάποια πλεονεκτήματα τα οποία δεν πρέπει να τα παραβλέπουμε και τα οποία αν συνδυαστούν με την κατάλληλη γνώση του παιχνιδιού των αντιπάλων μας μπορούν να κάνουν την υπεράσπιση των blinds κερδοφόρα. Το μαθηματικό πλεονέκτημα της υπεράσπισης των blinds έχει να κάνει με τα pot odds που μας προσφέρονται.
Αν υποθέσουμε πως παίζουμε σε ένα τουρνουά στο οποίο τα blinds είναι 1000 – 2000 με 200 ante και ένας παίχτης ανοίγει από το cutoff στις 5000 τότε η τιμή που μας προσφέρεται για να παίξουμε είναι πάρα πολύ καλή αφού πρέπει να βάλουμε 3000 για να διεκδικήσουμε 10000. Επειδή όμως η παρτίδα δεν θα σταματήσει στο flop οφείλουμε να έχουμε μια καλή ιδέα για το πως θα την διαχειριστούμε στα επόμενα streets. Αν ο αρχικός raiser έχει ένα πολύ μεγάλο opening range και εμείς αποφασίσουμε να παίξουμε με Κ-10 suited διότι πιστεύουμε πως είμαστε μπροστά από το range του, δεν μπορούμε να παίξουμε hit or fold πόκερ αλλά πρέπει να είμαστε έτοιμοι για αρκετά floats εκτός θέσης ή check-raise στο flop για value ή semi-bluffs. Αν ένας παίχτης είναι τόσο straight-forward που ποντάρει όταν έχει και τσεκάρει όταν δεν έχει τότε μπορούμε να υπερασπιστούμε σχεδόν με οποιαδήποτε δύο φύλλα εφόσον έχουμε πολλούς τρόπους να κερδίσουμε την παρτίδα μετά το flop.
Το καλύτερο σημείο για να υπερασπιστούμε τα blinds μας είναι στα multiway pots. Όταν οι στάκες είναι μεγάλες και υπάρχει ένα αρχικό raise ακολουθούμενο από ένα ή περισσότερα call τότε η υπεράσπιση των blinds με small pairs ή suited connectors είναι σχεδόν απαραίτητη. Η μόνη προσοχή που πρέπει να έχουμε σε αυτές τις περιπτώσεις είναι όταν υπερασπιζόμαστε σε multiway pots με τα λεγόμενα trap hands όπως Q-J ή K-J αφού αν φλοπάρουμε ένα ζευγάρι είναι πιθανό να είμαστε πολύ πίσω αλλά ταυτόχρονα δύσκολο να το πετάξουμε.
Η ισχυρότερη κίνηση που μπορούμε να κάνουμε από τα blinds απέναντι σε ένα raise πριν το φλοπ είναι να προχωρήσουμε σε 3bet. To 3bet μας προσφέρει το δυνατό πλεονέκτημα της πρωτοβουλίας των κινήσεων, ταυτόχρονα όμως «φουσκώνει» ένα ποτ στο οποίο έχουμε μειονέκτημα θέσης. Για τον λόγο αυτό η σωστή χρήση του 3bet είναι απαραίτητη δεδομένου ότι το παραμικρό λάθος σε αυτήν την περίπτωση στοιχίζει πολύ ακριβά.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να αποφεύγουμε είναι το λάθος sizing στο 3bet – όταν δηλαδή προσφέρουμε καλά odds στον αντίπαλό μας για να συνεχίσει στην παρτίδα in position (ένα τέτοιο λάθος μου στοίχισε πιθανότατα μια παρτίδα 60000 + μαρκών στο πρόσφατο Paradise Poker Open). Σε cash games όπου οι στάκες είναι βαθιές, το καλύτερο sizing για 3bet απέναντι σε αρχικό raise κυμαίνεται συνήθως μεταξύ των 3 και 3,5 φορών επί το αρχικό raise.
Στα τουρνουά, με τα stacks να είναι μικρότερα σε σχέση με τα blinds, 2,5 – 3 φορές είναι συνήθως αρκετές. Οι αντίπαλοι απέναντι στους οποίους θέλουμε να κάνουμε 3bet είναι εκείνοι που είτε πηγαίνουν πάσο αν πιστεύουν ότι είναι πίσω, είτε κάνουν συχνά 4bet για να ανακτήσουν τον έλεγχο της παρτίδας. Επομένως, ανάλογα με το αν το 3bet μας είναι για value ή μπλόφα μπορούμε να συνεχίσουμε ανάλογα (5bet ή πάσο κτλ.) Αυτό που δεν θέλουμε να κάνουμε είναι 3bet απέναντι σε παίχτες οι οποίοι συνηθίζουν να κάνουν flat in position και έχουν stack μεγάλο αρκετά για να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν το πλεονέκτημα της θέσης τους αποτελεσματικά (ιδιαίτερα όταν είναι σκεπτόμενοι, tricky παίχτες). Αν αποφασίσουμε να κάνουμε 3bet απέναντι σε παίχτες οι οποίοι μάχονται με αυτόν τον τρόπο και δεν εγκαταλείπουν εύκολα in position, θα πρέπει – για να υποστηρίξουμε αποτελεσματικά το «φούσκωμα» του ποτ πριν το flop – να βρισκόμαστε ένα επίπεδο σκέψης παραπάνω από αυτούς ώστε μετά το flop να τους αναγκάσουμε να κάνουν εκείνοι τα λάθη.
Καλή τύχη στα τραπέζια!
Επικοινωνήστε με τον Στέλιο Αμανατίδη στο Twitter @TheRealGamester
Μόνο η Sportingbet.gr σου προσφέρει καθημερινά Ελληνικά τουρνουά και μεγάλα freeroll!
21+ | Αρμόδιος ρυθμιστής ΕΕΕΠ | Κίνδυνος εθισμού & απώλειας περιουσίας | Γραμμή Βοήθειας ΚΕΘΕΑ: 210 9237777 | Παίξε υπεύθυνα